τοὐρανοῦ

τοὐρανοῦ
ὀρανοῦ , οὐρανός
heaven
masc gen sg (aeolic)
οὐρανοῦ , οὐρανός
heaven
masc gen sg
οὐρανοῦ , οὐρανόω
remove to heaven
imperf ind mp 2nd sg
οὐρανοῦ , οὐρανόω
remove to heaven
pres imperat mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τουρανού — Α κράση αντί τοῡ οὐρανοῡ …   Dictionary of Greek

  • τοὐράνου — ἐράνου , ἔρανος meal to which each contributed his share masc gen sg οὐράνου , οὐρανόω remove to heaven imperf ind act 3rd sg οὐράνου , οὐρανόω remove to heaven pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”